- βακτηριολογικός
- η , ό[ν] бактериологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βακτηριολογικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βακτηριολογία 2. φρ. «βακτηριολογικός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος … Dictionary of Greek
βακτηριολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη βακτηριολογία: Ο γιατρός είπε στον άρρωστο να κάνει βακτηριολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)